- σταιτίον
- σταιτ-ίον, τό,A piece of dough, PMag.Par.1.2945.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταιτίον — τὸ, Α [σταῑς, σταιτός] πλακούντας από ζυμάρι … Dictionary of Greek